-
1 оглядеться
оглядеться κοιτάζω ολόγυρα· προσανατολίζομαι (тж. перен.* * *κοιτάζω ολόγυρα; προσανατολίζομαι (тж. перен.) -
2 оглядываться
оглядывать||сяκοιτάζω πίσω/ κοιτάζω ὁλόγυρα (вокруг). -
3 оглядываться
[αγκλγιάντυβατ'σο] ρ. κοιτάζω πίσω, κοιτάζω ολόγυρα -
4 оглядываться
[αγκλγιάντυβατ'σο] ρ κοιτάζω πίσω, κοιτάζω ολόγυρα -
5 осмотреть
осмотреть 1) εξετάζω, ελέγχω· \осмотреть больного εξετάζω τον άρρωστο 2) (посетить) επισκέπτομαι· \осмотреть город επισκέπτομαι την πόλη \осмотреться προσανατολίζομαι, κοιτάζω ολόγυρα μου· συνηθίζω (привыкнуть)* * *1) εξετάζω, ελέγχωосмотре́ть больно́го — εξετάζω oν άρρωστο
2) ( посетить) επισκέπτομαιосмотре́ть го́род — επισκέπτομαι την πόλη
-
6 осмотреться
προσανατολίζομαι, κοιτάζω ολόγυρά μου; συνηθίζω ( привыкнуть) -
7 озираться
озирать||сяβλέπω (или κοιτάζω) ὁλόγυρα -
8 обсмотреть
-отрю, -бтришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обсмотренный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.μ.(απλ.) παρατηρώ, κοιτάζω ολόγυρα, όλα περιβλέπω, περισκοπώ.βλ. осмотреться. -
9 оглядеть
-яжу, -дишьρ.σ.μ.περί βλέπω, περισκοπώ, κοιτάζω ολόγυρα.1. βλ. ρ. ενεργ. φ.2. συνηθίζω να διακρίνω στο σκοτάδι.3. μτφ. προσαρμόζομαι στο περιβάλλον, συνηθίζω γνωρίζομαι με το περιβάλλον. -
10 оглянуть
-яну, -янешьρ.σ.βλ. оглядывать.1. στρέφω το κεφάλι να δω•-улся в последний раз на родные места έστρεψα το κεφάλι να δω για τελευταία φορά το γενέθλιο τόπο (τη γενέτειρα).
2. περιβλέπω, κοιτάζω ολόγυρα.εκφρ.не успеешь, как... – δεν προκάνεις να κοιτάξεις, και να... -
11 окинуть
ρ.σ. μ: -взглядом (взором, глазами) περιβλέπω, κοιτάζω ολόγυρα.
См. также в других словарях:
περιβλέπω — ΝΑ 1. κοιτάζω γύρω γύρω, ρίχνω το βλέμμα μου ολόγυρα αναζητώντας κάποιον ή κάτι με τα μάτια 2. κοιτάζω κάποιον με θαυμασμό, τιμώ, σέβομαι 3. παθ. περιβλέπομαι παρατηρούμαι από όλους με θαυμασμό, θαυμάζομαι, τιμώμαι αρχ. 1. (ενεργ. και μέσ.) α)… … Dictionary of Greek
περιφέρω — ΝΜΑ 1. μεταφέρω κάτι ολόγυρα, κυκλικά ή προς κάθε κατεύθυνση (α. «περιφέρω δίσκο» β. «περιφέρουν τον Επιτάφιο» γ. «τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾱσαν γῆν οὐδὲν σιτεόμενος», Ηρόδ.) 2. μεταφέρω επάνω μου ή μέσα μου ή μαζί μου (α. «περιφέρω τη δυστυχία … Dictionary of Greek
περιαθρώ — έω ΜΑ 1. βλέπω γύρω με προσοχή, παρατηρώ κάτι επισταμένως («περιαθρῶν τὴν φύσιν», Πλάτ.) 2. κοιτάζω ολόγυρα («ἀνανεύσας τε καὶ περιαθρῶν ἐν κύκλῳ τὸ πλῆθος», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀθρῶ «βλέπω με προσοχή»] … Dictionary of Greek
περισκοπώ — έω, ΝΜΑ 1. παρατηρώ γύρω γύρω με προσοχή, κοιτάζω ολόγυρα, περιφέρω το βλέμμα μου γύρω 2. βλέπω κάτι και εξετάζω με προσοχή, παρατηρώ, ερευνώ επακριβώς, βολιδοσκοπώ, επιθεωρώ κάτι («περισκοπῶν τὸν αἰγιαλὸν εὗρε μικρᾱς ἁλιάδος λείψανα», Πλούτ.) 3 … Dictionary of Greek
παπταίνω — Α 1. στρέφω ολόγυρα τα βλέμματα μου, κοιτάζω γύρω μου με οξύ και ερευνητικό βλέμμα («πάντοτε παπταίνων, ὥς τ αἰετός», Ομ. Ιλ.) 2. προσέχω, έχω τον νου μου («σὺ δὲ πάπταινε καὶ φρόντιζε», Αισχύλ.) 3. αναζητώ κάποιον ή κάτι παρατηρώντας γύρω μου… … Dictionary of Greek
περιορώ — άω, ΜΑ [ορώ] 1. βλέπω ολόγυρα, κοιτάζω εδώ κι εκεί 2. (με κατηγ. μτχ. ή με απρμφ. ή με αντικ. σε γεν. ή σε αιτ.) παραβλέπω, παραμελώ, ανέχομαι να... (α. «δεόμενοι μὴ σφᾱς περιορᾱν φθειρομένους», Θουκ. β. «περιιδόντας τοὺς Πέρσας ἐσελθεῑν», Ηρόδ.… … Dictionary of Greek